ποσιαστής

ποσιαστής
ὁ, Α
πιθ. μέλος θρησκευτικής ένωσης που ονομαζόταν συμπόσιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόσις «το πίνειν, το ποτό» < πίνω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”